«Μείωση ποινής μέσω προεδρικής χάρης σε όλους τους φυλακισμένους πλην των περιπτώσεων που έχουν καταδικαστεί για φόνο, ανθρωποκτονία, απόπειρα φόνου, εμπόριο ναρκωτικών ή σεξουαλικά αδικήματα»
Ερώτηση – Υπάρχει άνιση μεταχείριση μεταξύ φυλακισμένων που λαμβάνουν και αυτών που δεν λαμβάνουν την μείωση στην έκτιση ποινής με μοναδικό κριτήριο την κατηγορία αδικήματος?
Έχοντας μελετήσει και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο κάτω, φαίνεται ότι η προεδρική χάρη θα έπρεπε να δίνεται είτε σε όλους τους φυλακισμένους ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως της φύσης του αδικήματος που έχουν καταδικαστεί, είτε σε κανένα και μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εξατομικευμένες όπου ο Πρόεδρος θα εξέταζε «case by case» περιπτώσεις και για ανθρωπιστικούς και άλλους λόγους θα έδινε χάρη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ο τρόπος που αποφασίζεται στο παρόν στάδιο να δοθεί προεδρική χάρη σε κάποιες ομάδες Φυλακισμένων αλλά να αποκλείονται άλλες βάσει μόνο του αδικήματος που έχουν καταδικαστεί (π.χ ναρκωτικά ή σεξουαλικά αδικήματα) δημιουργεί μια τεράστια αδικία και ανισότητα μεταξύ των φυλακισμένων η οποία αποτελεί απαράδεκτη, αδικαιολόγητη και αυθαίρετη διάκριση.
Πλην της κατηγορίας φόνου και απόπειρας φόνου, οι υπόλοιπες κατηγορίες θα πρέπει να τύχουν αναθεώρησης όσον αφορά την συμπερίληψη τους ή όχι στις προεδρικές χάρες λόγω και της ουσιαστικής διαφοράς ότι μόνο οι κατηγορίες φόνου και απόπειρας φόνου έχουν προκαθορισμένη ποινή σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κατηγορίες που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ ενός χρόνου φυλακής μέχρι και 30 χρόνων.
Στην Κύπρο το ζήτημα εξετάστηκε πριν αρκετά χρόνια στην υπόθεση Γ. Ιωάννου ν Αστυνομίας (αρ. 1) (1997) 2ΑΑΔ 147, 29/05/97 , Γ. Ιωάννου ν Αστυνομίας (αρ. 2) (1997) 2 ΑΑΔ 267, 17/07/97 και Γ. Ιωάννου ν Αστυνομία, Ποινική Έφεση Αρ. 6195, 17/07/97, όπου επίσης αποφασίστηκε ότι η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας κάτω από το Άρθρο 53.4 δεν ελέγχεται δικαστικά όπως ούτε και τα οποιαδήποτε αποτελέσματα αυτής και κατ’ επέκταση το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει θέματα άνισης μεταχείρισης τα οποία ίσως προέκυπταν από τις διαφορές που δημιουργούνται. Σημαντικό όμως να αναφερθεί ότι στην αμέσως πιο πάνω απόφαση αναφέρθηκε ρητά ότι δεν είχαν παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου όλα τα σχετικά περιστατικά για να μπορεί να διαπιστώσει αν υπήρχε ανισότητα που προκάλεσε αίσθημα αδικίας λόγω της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος του Προέδρου. Επίσης σημαντικό να αναφερθεί είναι και το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και στην Καύκαρος &Άλλος v. Δημοκρατιας(1995) 2 Α.Α.Δ. 51, η συζήτηση περί ισότητας αφορούσε συγκεκριμένη διάκριση μεταξύ συγκατηγορουμένων / συνέργων και όχι μια γενική μεταχείριση συγκεκριμένων ομάδων κρατουμένων.
Στην Καύκαρος &Άλλος v. Δημοκρατιας(1995) 2 Α.Α.Δ. 51 μάλιστα αποφασίστηκε ότι το Εφετείο θα πρέπει να τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης βάσει του Άρθρου 28 του Συντάγματος ασχέτως αν η μεταχείριση υπήρξε βάσει του Άρθρου 53.4. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε ότι –
«Η άσκηση της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 53.4 δεν ελέγχεται δικαστικά. Συνιστά όμως μέτρο που άπτεται, όπως και η μη δίωξη ή αναστολή δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα, της μεταχείρησης των παραβατών. Επομένως λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής συγκαταδικασθέντος, ο οποίος ευρίσκεται από την άποψη ποινικής ευθύνης στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενός του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.»
Σημαντικές είναι επίσης οι αναφορές στην απόφαση μειοψηφίας στην , Γ. Ιωάννου ν Αστυνομίας (αρά. 2) (1997) 2 ΑΑΔ 267, 17/07/97 όπως αναφέρθηκαν από τον Δικαστή Πίκη Δ., όπου ανέφερε ότι «Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν περιορίζεται, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, στη μεταχείρισή τους από το Δικαστήριο. Είναι έννοια ευρύτερη, η οποία εκτείνεται στη μεταχείρισή τους, γενικότερα, από την Πολιτεία…. Ο Προέδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 53.4, δεν έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν άλλοι παραβάτες, οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια θέση. Η ίδια η φύση της εξουσίας του ενέχει το στοιχείο της χαριστικής ρύθμισης. Παραγνώριση της πράξης της χάριτος από τα δικαστήρια, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της υποχρέωσης της Δικαιοσύνης για την κατοχύρωση της ισότητας στην άσκηση του δικαστικού έργου. Η υποχρέωση της Δικαστικής Εξουσίας για την εξασφάλιση της ισότητας και την κατοχύρωση της ισοπολιτείας εκτείνεται σε όλο το πεδίο της δικαστικής λειτουργίας. Κάθε στοιχείο ή παράγων, που τείνει να ανατρέψει την ισότητα στη μεταχείριση των παραβατών από την Πολιτεία, εξ ορισμού, είναι σχετικό προς το έργο της Δικαιοσύνης και λαμβάνεται υπόψη για την εκπλήρωση της αποστολής της.»
Δέκα χρονιά μετά την πιο πάνω απόφαση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην Καυκαρής ν Κύπρος 21906/04, 12/02/08 εντοπίζονται εξαιρετικής σημασίας αναφορές οι οποίες ξεκαθάρισαν αρκετά από τα σημεία που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα και παρουσίασαν ίσως για πρώτη φορά τον τρόπο σκέψης τους Δικαστηρίου πάνω στο θέμα.
Στην υπόθεση ECIS v. LATVIA 12879/09 (10/01/19) και πάλι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανάφερε ότι ο διαφορετικός χειρισμός κρατουμένων με μοναδικό γενικό κριτήριο το φύλο (άνδρα/γυναίκα) παραβιάζει το Άρθρο 14. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι η γενική διάκριση βασισμένη μόνο στην κατηγορία αποτελεί παραβίαση.
«Article 14 does not prohibit all differences in treatment, but only those differences based on an identifiable, objective or personal characteristic, or “status”, by which individuals or groups are distinguishable from one another. It lists specific grounds which constitute “status;” however, the list is illustrative and not exhaustive (see Khamtokhu and Aksenchik v. Russia [GC], nos. 60367/08 and 961/11, § 61, 24 January 2017).»
Οι πιο πρόσφατες αναφορές αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 14 (rights secured without discrimination) της Σύμβασης αλλά και του 12ου Πρωτόκολλου αναφέρουν ότι το Δικαστήριο βρίσκει παραβίαση του άρθρου 14 στις περιπτώσεις όπου υπάρχει διαφορετική μεταχείριση ιδίων ή αρκετά όμοιων περιπτώσεων χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά και λογικά. Guide on Article 14 of the European Convention on Human Rights and on Article 1 of Protocol No. 12 to the Convention, European Court of Human Rights, Council of Europe, Updated on 31 August 2020.
Εφαρμόζοντας τα δεδομένα του υπό συζήτηση θέματος στο test που έχει προκαθορίσει το ίδιο το Δικαστήριο φαίνεται ότι εκ πρώτης όψεως υπάρχει στοιχειοθέτηση παραβίασης του εν λόγω άρθρου με την γενική αποστέρηση ομάδων φυλακισμένων από Προεδρική Χάρη με μοναδικό κριτήριο το αδίκημα που έχουν διαπράξει.
Δηλαδή, (1) υπάρχει διαφορετική μεταχείριση ατόμων εντός της ιδίας ομάδας και (2) η οποία δεν μπορεί υποκειμενικά να δικαιολογηθεί (objectively justified), αφής στιγμής (2α) παρόλο που ίσως να μπορέσει να δικαιολογηθεί ως μέτρο που προωθεί νόμιμο σκοπό (δηλαδή την προστασία του κοινού και εμπιστοσύνης στην ποινική δικονομία), (2β) δεν είναι αναλογικό (proportional) αφής στιγμής άτομο το οποίο εκτίει ποινή φυλάκισης σχετικά μικρής διάρκειας που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ιδανικότερη να δοθεί προεδρική χάρη (κριτήριο προστασίας του κοινού), στερείται αυτού του προτερήματος και μεταχείρισης λόγω συμπερίληψης του σε μια ευρύτερη κατηγορία η οποία δεν αποτελείται από ίδιες περιπτώσεις και το κράτος δεν έχει λάβει ουσιαστικά οποιαδήποτε διορθωτικά μέτρα για αυτές τις περιπτώσεις που δημιουργείται αυτή η ανισότητα.
Με σχετική απόφαση από την κυπριακή νομολογία στην Republic v Arakian (1972) το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχή της ισότητάς εφαρμόζεται τόσο επί της νομοθετικής, όσο και επί της δικαστικής και της εκτελεστικής σφαίρας. (σελ 450 Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθέριες – Δρ. Παρασκευά). Στην υπόθεση Georghiou v Municipality of Nicosia (1973) αποφασίσθηκε ότι όπου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς η εύλογη διαφοροποίηση, τότε απαιτείται ίση μεταχείριση.
«Στην υπόθεση Χ.Π.Θ. Αλέξανδρου Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002), το Ανώτατο Δικαστήριο αφού τόνισε ότι η αρχή της ισότητας, επιβάλλει, μεταξύ άλλων την ίση μεταχείριση των πολιτών των ευρισκομένων στην ίδια θέση, στη συνέχεια επεσήμαινα πως όπου , εξ αντικειμένου, η διοίκηση με πράξεις ασαφούς περιεχομένου, αφήνει αμφιβολίες, που καθιστούν αδύνατο τον προσδιορισμό της θέσης του διοικουμένου, πλήττεται η αρχή της ισότητας, γιατί το επηρεαζόμενο άτομο μπορεί να στερηθεί της ευκαιρίας να ασκήσει δικαίωμα το οποίο έχει.» (σελ. 457 – Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθέριες – Δρ. Παρασκευά)
Στην δική μας πιο πρόσφατη νομολογία γενικά αναφορικά με το Άρθρο 28 του Συντάγματος μας, έχουν αναγνωριστεί και επιβεβαιωθεί οι αρχές ερχόμενες από την Ευρωπαϊκή Νομολογία όπως φάνηκε στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 ΑΑΔ 119, Σωτηριάδης Ανδρέας ν. Παντελή Θεοφυλάκτου και Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 56 και Γεώργιος Χαραλάμπους κ.ά. ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά.,Υποθέσεις Αρ. 1480/2011, 1481/2011, 1483/2011, 1484/2011, 1591/2011 και 1625/2011, ημερ. 11.6.2014.
Στην Σωτηριάδης (ανωτέρω) μάλιστα αναφέρθηκε οτι ««Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθετη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.»
Σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι απόλυτο (χωρίς εξαιρέσεις και προϋποθέσεις) και συμπεριλαμβάνει ίση προστασία και μεταχείριση ενώπιον «νόμου, διοικήσεως και δικαιοσύνης».
Συνεπώς δεν πρέπει να αποκλείονται με τέτοιο γενικό τρόπο γενικές κατηγορίες Φυλακισμένων επειδή εντός της ιδίας κατηγορίας (πχ ναρκωτικά και σεξουαλικά αδικήματα) υπάρχουν πολλές και διάφορες περιπτώσεις, διαφορετικής σοβαρότητας και πολυπλοκότητας.
Και εξηγούμε με παράδειγμα.
Η μια κατηγορία που εξαιρείται είναι άτομα που καταδικάστηκαν για σεξουαλικά αδικήματα. Κατάδικοι σεξουαλικών αδικημάτων στην φυλακή συμπεριλαμβάνουν πολλές, διάφορες και σε εντελώς διαφορετικά άκρα περιπτώσεις όπου για παράδειγμα κάποιος προέβη σε άσεμνη επίθεση μεταξύ ενήλικων («χούφτωμα») και όπου κάποιος παρενόχλησε σεξουαλικά ένα ανήλικο. Ασφαλώς τα δυο αυτά άτομα δεν έχουν καταδικαστεί για ιδίας σοβαρότητας αδίκημα και ούτε εκτίουν την ίδια ποινή, όμως εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία και έχουν τον ίδιο τίτλο ως φυλακισμένοι μετά από διάπραξη αδικημάτων μιας συγκεκριμένης κατηγορίας και αποστερούνται δικαίωμα Προεδρικής χάρης χωρίς κάποια επεξήγηση ή μελετημένη σκέψη γιατί θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η θέση τους από άλλους φυλακισμένους και τι μέτρα λαμβάνει το κράτος προς εξισορρόπηση αυτής της ανισότητας που δημιουργείται λόγω του τρόπου που δίνεται αυτή η χάρη.
Ποια η σκεπτική πίσω από την απόφαση ότι ο κλέφτης δικαιούται αλλά ο 17χρονος που έστειλε άσεμνες φωτογραφίες σε 16χρονη όχι; Ποια η σκεπτική πίσω από την απόφαση ότι η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου) δικαιούται αλλά άτομο που βρέθηκε να έχει σε κατοχή του ποσότητα ναρκωτικής ουσίας δεν δικαιούται; Και αυτές οι διαφορές πως μπορούν να δικαιολογηθούν σε αναλογία με το νόμιμο σκοπό της διάκρισης που δημιουργείται?
Ο φυλακισμένος φέρει ένα και μοναδικό τίτλο, αυτόν του φυλακισμένου. Έχει καταδικαστεί από Δικαστήριο που έχει ακούσει ήδη τις ιδιαίτερες περιστάσεις του συγκεκριμένου ατόμου και έχει αποφασίσει ότι το συγκεκριμένο άτομο θα πρέπει να ενταχθεί στις Κεντρικές Φυλακές με τους υπόλοιπους φυλακισμένους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Από εκείνη την στιγμή και μετά στόχος και σκοπός της φυλάκισης είναι για όλους ο ίδιος, δηλαδή η αναμόρφωση και αποκατάσταση.
Έχοντας υπόψη την διιστάμενη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Κύπρο ως προς το κατά ποσό το αποτέλεσμα της Προεδρικής χάρης μπορεί να αποτελέσει υπό εξέταση ζήτημα ενώπιον Δικαστηρίου αλλά και την πιο σύγχρονη τάση ερχομένη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και εφαρμόζοντας τις αρχές που αναφέρονται πιο πάνω θεωρούμε ότι αποκλεισμός κρατουμένων βάσει του αδικήματος από την επιλογή για Προεδρική χάρη αποτελεί παραβίαση του Συνταγματικού δικαιώματος της ισότητας.
Το αντικειμενικό κριτήριο το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει την ενέργεια του Προέδρου, δηλαδή την ενίσχυση εμπιστοσύνης τους κόσμου προς την ποινική δικαιοσύνη και το Δικαστηριακό σύστημα, δεν μπορεί να πέτυχει όταν στερείται προεδρικής χάρης άτομο το οποίο καταδικάστηκε σε 1 χρόνο ποινής φυλακής το οποίο ασφαλώς δεν είναι το ίδιο με το άτομο που καταδικάστηκε σε 20 χρόνια ποινής φυλάκισης απλά και μόνο επειδή εμπίπτουν στην ίδια «κατηγορία» αδικημάτων.
Συνεπώς είτε θα έχουν δικαίωμα όλοι σε μείωση ποινής μέσω Προεδρικής χάρης είτε μόνο συγκεκριμένα άτομα τα οποία ο Προέδρος αφού εξέτασε τις ιδιαίτερες και προσωπικές συνθήκες δίνει οποιαδήποτε αλλαγή στην ποινή μέσω Προεδρικής χάρης. Η προεδρική χάρη σε όλους με εξαίρεση ολόκληρων κατηγοριών Φυλακισμένων για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω δημιούργει άδικη και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση μεταξύ των φυλακισμένων.
Θεωρούμε ότι δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει παραβίαση του Άρθρου 14 αν η κατηγορία του αδικήματος ήταν απλά ένα από τα κριτήρια αλλά δυστυχώς στην περίπτωση μας, με τα δεδομένα που έχουμε ενώπιον μας, φαίνεται ότι είναι το μοναδικό κριτήριο και αυτό θεωρούμε ότι πολύ πιθανόν να στοιχειοθετεί παραβίαση του εν λόγω άρθρου ως οι αναφορές πιο πάνω.